- ναυσιβλάβεια
- ημερική βλάβη τού πλοίου, αβαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. avarie maritime (< δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + -βλάβεια < -βλαβής < βλάπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.